εξισορροπώ

εξισορροπώ
-έω
1. φέρνω ισορροπία
2. προβαίνω στην εργασία τής εξισορρόπησης ενός κινητήρα, μιας μηχανής, ενός οργάνου κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισο-ρροπώ (< ίσος + ροπή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξισορροπώ — εξισορροπώ, εξισορρόπησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξισορροπώ — εξισορρόπησα, εξισορροπήθηκα, εξισορροπημένος, μτβ., ισορροπώ, δημιουργώ εξισορρόπηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανισώ — (I) ἀνισῶ ( όω) (Α) 1. εξισώνω, εξισορροπώ 2. δίνω σ αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ αυτήν που πήραν οι άλλοι 3. εξομαλύνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ισώ. ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων]. (II) ἀνισῶ …   Dictionary of Greek

  • εξισορροπητής — ο [εξισορροπώ] 1. αυτός που φέρνει ισορροπία 2. (επικοιν.) ηλεκτρικό δικτύωμα τών τηλεπικοινωνιακών γραμμών για τη βελτίωση τών συνθηκών τερματισμού ή για την επίτευξη άριστων συνθηκών εξισορρόπησης …   Dictionary of Greek

  • εξισορρόπηση — η [εξισορροπώ] 1. το να εξισορροπεί κανείς ή να εξισορροπείται κάτι 2. (επικοιν.) η εργασία τερματισμού των τηλεπικοινωνιακών δισύρματων γραμμών τής αστικής τηλεφωνίας και η προσαρμογή τους στα τετρασύρματα ηλεκτρονικά συστήματα που απαιτούνται… …   Dictionary of Greek

  • ζυγιάζω — ζύγιασα, ζυγιάστηκα, ζυγιασμένος 1. ζυγίζω. 2. εξισορροπώ: Δε ζύγιασες καλά το φόρτωμα του ζώου. – Ο αϊτός ζυγιάζει τα φτερά του. 3. παθ., ζυγιάζομαι αιωρούμαι στον αέρα με ανοιχτές και ακίνητες τις φτερούγες: Το γεράκι ζυγιάστηκε για λίγο ψηλά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”